ποσοστιαίος

ποσοστιαίος
-α, -ο, Ν
αυτός που υπολογίζεται με ποσοστά (α. «ποσοστιαία αύξηση» β. «ποσοστιαίες αναλογίες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποσοστό + κατάλ. -ιαίος (πρβλ. ωρ-ιαίος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”